- διάτμηση
- Γωνιακή παραμόρφωση ενός υλικού, χωρίς μεταβολή του όγκου, με την επίδραση τάσεων κατά την εφαπτομένη. Παράδειγμα δ. έχουμε σε έναν κύβο στον οποίο επιδρούν τέτοιες τάσεις ώστε οι δύο απέναντι έδρες του μετατρέπονται σε παραλληλόγραμμα, ενώ οι άλλες δύο δεν αλλάζουν σχήμα. Το μέγεθος που χαρακτηρίζει την παραμόρφωση εξαιτίας της δ. ονομάζεται μέτρο δ. και είναι ίσο με το πηλίκο της διατμητικής τάσης προς τη γωνία δ. θ, η οποία δείχνει κατά πόσο μεταβλήθηκε η γωνία σε μία από τις έδρες που παραμορφώθηκαν. Η γωνία θ είναι στην πράξη πολύ μικρή και μπορεί να θεωρηθεί ίση με τη μετατόπιση κατά την εφαπτομένη δύο επιπέδων, η απόσταση μεταξύ των οποίων είναι ίση με τη μονάδα.
Dictionary of Greek. 2013.